- ανάβλησις
- ἀνάβλησις (-εως), η (Α) [ἀναβάλλω]αναβολή, καθυστέρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνάβλησις — putting off fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάβλησιν — ἀνάβλησις putting off fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… … Dictionary of Greek
ἀναβλήσεως — ἀναβλήσεω̆ς , ἀνάβλησις putting off fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)